- πεταννύω
- ΜΑβλ. πετάννυμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταννύω — πετάννυμι fly pres subj act 1st sg πετάννυμι fly pres subj act 1st sg πετάννυμι fly pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
προπετάννυμι — και προπεταννύω Α απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»] … Dictionary of Greek